- τριχόφυλλος
- τριχό-φυλλος, haarbläiterig, mit haarfeinen Blättern
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριχόφυλλος — ον, Α 1. (για δένδρα που ανήκουν στα κωνοφόρα) αυτός που έχει φύλλα όμοια με τρίχες, που τα φύλλα του είναι τόσο λεπτά όσο οι τρίχες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριχόφυλλον είδος θαλάσσιου φύκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + φυλλος (< φύλλον), πρβλ … Dictionary of Greek
τριχόφυλλον — τριχόφυλλος with leaves like hairs masc/fem acc sg τριχόφυλλος with leaves like hairs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχόφυλλα — τριχόφυλλος with leaves like hairs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek